- κολοβόρριν,-ινος
- A 1-0-0-0-0=1 Lv 21,18slit-nosed, with a disfigured or broken nose; neol.Cf. HARLÉ 1988, 182
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
κολοβόρ(ρ)ινος — κολοβόρ(ρ)ινος, ον (Α) κολοβόριν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβόρριν, με μεταπλασμό κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε ος] … Dictionary of Greek